- πενταμερές
- πενταμερήςconsisting of five partsmasc/fem voc sgπενταμερήςconsisting of five partsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμφόροσμο — (Camphorosma). Γένος φυτών που περιλαμβάνει ετήσιες ή πολυετείς πόες και χαμηλούς θάμνους με γραμμικά ή οβελοειδή φύλλα και μυρωδιά καμφοράς. Τα φυτά αυτά έχουν άνθη με τέσσερις ή πέντε στήμονες, είναι κυρίως μόνοικα και έχουν τετραμερές ή… … Dictionary of Greek